- εσοδεύω
- εσοδεύω και σοδεύω1. μαζεύω καρπούς και γεννήματα.2. εισπράττω εισοδήματα (αντίθ. (ε)ξοδεύω).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.